- ῥυθμιζέτω
- ῥυθμίζωbring into a measure of timepres imperat act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въчинити — ВЪЧИН|ИТИ (10), Ю, ИТЬ гл. 1. Причислить, включить в состав чего л.: ˫Ако поносѩщии клирикомъ. занѥ въчинити въ цр҃кви. развѣ да˫ани˫а. повиньни сѹть запрѣщению. (διὰ τὸ τετάχθαι) КЕ XII, 72б; въ того мѣсто абиѥ иного въчинити. УСт ХІI/ХІІІ, 244; … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ρυθμίζω — ῥυθμίζω ΝΜΑ [ῥυθμός] 1. προσδίδω σε κάτι ρυθμό, συμμετρία ή κανονικότητα ή και ενεργώ με τέτοιο τρόπο, ώστε να κινείται ή να λειτουργεί κάτι με ρυθμό (α. «ρυθμίζω την ταχύτητα τών μηχανών» β. «περιόδους ῥυθμίζειν», Πλούτ.) 2. (κατ επέκτ.)… … Dictionary of Greek